νησοβασίλεια

νησοβασίλεια
νησο-βᾰσίλεια [pron. full] [ῐ], ,
A queen of the islands, of Aphrodite, Cat.Cod. Astr.1.173.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νησοβασιλεία — νησοβασιλεία, ἡ (Α) (ως προσωνυμία τής θεάς Αφροδίτης) η βασίλισσα των νησιών Κύπρου και Κυθήρων, δηλαδή αυτή που κατ εξοχήν λατρευόταν στα παραπάνω νησιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + βασιλεία «βασιλική εξουσία»] …   Dictionary of Greek

  • νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”